«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση στην οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος, και συ να λείπεις,
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα να ‘ναι σκοτεινή
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’ το χώμα,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει».
Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:
«Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις˙
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».
Μακρόνησος, Άι-Στράτης 1949-1951
Απόσπασμα από το ποίημα Β΄, από την ποιητική συλλογή «Οι γειτονιές του κόσμου», Κέδρος, 1957