“Η γνώση του πνεύματος, όπως και της ζωής, αλλάζει διαρκώς. Είναι πολύ πιθανό, όταν φτάσουμε στο τέλος να αντιληφθούμε πως ακόμα δεν έχουμε καταλάβει την αρχή. Για να συνεχίσουμε την πορεία μας, θα πρέπει να δεχτούμε ταπεινά αυτό το παράδοξο”.
“Αυτό συμβαίνει με τα προσωπεία. Την ενέργεια που ξοδεύουμε για να κρύψουμε την αλήθεια δεν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε τη ζωή μας – πόσο μάλλον για να ζήσουμε ευτυχείς. Αυτή η φθορά προκαλεί τη χρόνια ενόχληση του ανικανοποίητου και οδηγεί πάντα σε μια συμπεριφορά τοξική και αυτοκαταστροφική, που πολλές φορές παίρνει τη μορφή ασθένειας (σωματικής ή ψυχικής), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μια βίαιη έκρηξη, ακατανόητη για όλους.
Μετά απ’ όλα αυτά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι ο πνευματικός δρόμος – μια πορεία που σχεδιάστηκε για να μας οδηγήσει στον πυρήνα της ύπαρξής μας – μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο ή ακόμη και ως μέσο προστασίας από τέτοιες διαδικασίες. Είναι πολύ δύσκολο – σχεδόν αδύνατον – να παραμείνουμε υγιείς όταν ζούμε “ανειλικρινώς”, κι αν αυτό ισχύει για το πνευματικό επίπεδο, ισχύει ακόμη περισσότερο για το ψυχικό. Η ψυχή μας ανοίγει, μας αποδέχεται και βρίσκει γιατρειά όταν κάνει πέρα τις τεχνητές πόζες και τους ψεύτικους ρόλους.”
Αυτό είναι το πέμπτο και τελευταίο “ΦΥΛΛΟ ΠΟΡΕΙΑΣ” του αργεντινού ψυχιάτρου, απόσταγμα της πιο ώριμης και κατασταλαγμένης περιόδου της ζωής του. Ο δρόμος της πνευματικότητας σηματοδοτεί το τέλος μιας διαδρομής, η οποία, στην κορύφωσή της, στρέφεται στην αναζήτηση του άυλου και του υπερβατικού, στην προσπάθεια του ανθρώπου να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες και τις προκαταλήψεις