Xαρά και θλίψη, φωτιά και νερό, μάχονταν στην ψυχή της. Απαλύνονταν οι ενοχές και οι φόβοι της με τον κατακερματισμό της αμαρτίας, αλλά ταυτόχρονα πονούσε καθώς διαπίστωνε ότι με τον χρόνο εξαφανίζονταν τα λατρεμένα πρόσωπα. Δεν ήθελε να της συμβεί το ίδιο. Να πιστέψει ότι κάποτε θα πάψει να λατρεύει το πρόσωπο εκείνου. Όχι, ούτε να το διανοηθεί.
Της ερχόταν να ουρλιάξει. Να βγάλει φωνή, όση όλες μαζί οι φωνές των ανθρώπων. Να κομματιαστεί, θαρρείς και τον έχανε μόλις τώρα. Να της τον έπαιρναν όπως το μωρό απ’ το βυζί για να το σφάξουν.
Γιατί αβγατίζει ο πόνος όταν είσαι πονεμένος και σου λένε πως θα ξεχάσεις. Γιατί τότε δε θέλεις να ξεχάσεις. Γιατί πονάς και νιώθεις πως θα πονάς για πάντα. Γιατί αν δε νιώθεις ότι θα πονάς για πάντα, τότε δεν είναι αληθινός ο πόνος. Κι αφού ο πόνος και η αγάπη πάνε αντάμα, αν δε νιώθεις ότι θ’ αγαπάς για πάντα, τότε δεν αγαπάς αληθινά. Αλλά κι αν σβήσει στο μέλλον η αγάπη σου, δε θέλεις να το ξέρεις από πριν. Αγάπη με ημερομηνία λήξης δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τα πριν γραμμένη. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει καν η αρχή. […]
19 διηγήματα και μια παραλογή, με καλπάζουσα και φουρτουνιασμένη γλώσσα, για τον έρωτα, τον γενέθλιο τόπο ως παντοτινή πατρίδα, τις αποχρώσεις των ονείρων, την εξουσία της φήμης, την τραγικότητα της μοναξιάς, την κοινωνική μειονεξία, τους “επικίνδυνους” ποιητές, το βάπτισμα στο αίμα της τέχνης, τα θηρία που μας τρώνε ψυχή, νου και κορμί, τη θεία φύση και τη γυναίκα-ζωή.