Μου μιλούσε για τη Γη της Επαγγελίας. Δεν ήθελα να φύγω από το νησί μου, όμως τον αγαπούσα πολύ. Έχασα το αγέννητο παιδί μας στα μέσα του ταξιδιού πάνω σε μια άγνωστη θάλασσα. Τον κατηγόρησα για πολλά. Υπήρξα σκληρή και άδικη μαζί του…
Μαζί με άλλους, ακολούθησα τη μοίρα των ανθρώπων μιας φτωχής πατρίδας. Τα άφησα όλα πίσω. Όσα αγάπησα, όσα νοσταλγούσα. Όμως δεν ξέχασα… Δεν ξέχασα ποτέ τα γεμάτα πόνο λόγια του πατέρα και της μάνας. Τα θλιμμένα μάτια όσων αγάπησα. Δεν ξέχασα ποτέ τις στιγμές του αποχαιρετισμού. Οι θύμησες με συντρόφευαν σε κάθε βήμα. Αυτές ήταν η δύναμή μου.
Δεν ζητιάνεψα χάρες. Ανθρωπιά και δουλειά ζητούσα. Να μαζέψω λίγα χρήματα και να γυρίσω πίσω… Δεν ήμουν μόνο εγώ… Μια οικογένεια γίναμε όλοι οι ξενιτεμένοι… Αν τα καταφέραμε; Ίσως. Μπορέσαμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, αν μπορείς να το πεις αυτό νίκη. Όμως ξεριζώσαμε από μέσα μας όλη την ξεγνοιασιά, την τρυφερότητα, το σπίτι της μόνης μας πατρίδας.
Τώρα, στα βαθιά γεράματα, γύρισα εδώ που γεννήθηκα, στον τόπο που με ανέστησε. Ψιθυρίζω «Ελλάδα» και τα μάτια μου πλημμυρίζουν δάκρυα, καθώς αντικρίζω για στερνή φορά το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας…
Όλα έγιναν για μια πατρίδα…