Τί κάνεις αν σου λάχει ξαφνικά στο διάβα σου μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών παραγεμισμένη από πεντακοσάρικα, διακοσάρικα και κατοστάρικα;
Να αφήσεις αυτόν τον πακτωλό χρημάτων στον δρόμο να τον περιμαζέψει το απορριμματοφόρο του δήμου; Προσβολή στην θεά τύχη θα ήταν. Να τον παραδώσεις στην αστυνομία; Ίσως σε χώσουν στη μπουζού και άντε μετά να βγεις. Να τα πάρεις και να τα κρύψεις σε έναν οικογενειακό τάφο του πρώτου νεκροταφείου; Και πώς τα μεταφέρεις εκεί; Να πας τον σάκο στο σπίτι σου, στα Εξάρχεια; Γελοίος τοις πάσι θα γίνεις από τους συντοπίτες σου αν τον ανακαλύψει η αστυνομία σε μια από τις εφόδους της για την έξωση καταληψιών από εκεί. Να τα επιστρέψεις στην Τράπεζα;
Αστεία σκέψη. Ποιός τραπεζικός θα πιστέψει ότι υπάρχει ένας τόσο τίμιος άνθρωπος στον τόπο αυτόν; Κοίτα τι σου κάνει μια σύμπτωση!
Μια σύμπτωση που σου αλλάζει άρδην την ήρεμη ζωή σου.
Κι ο αδολίευτος κι απονήρευτος συνταξιούχος της ΔΕΗ, κυρ-Μένιος ανέκραξε:
«Τί σου έκανα, Θεέ μου, και με ταλανίζεις έτσι;»