1941, Χαβάη
«Αγαπώ τον ωκεανό στα μάτια σου. Τώρα που τον είδα, αν το θέλει η μοίρα μου, ας πεθάνω…» ψελλίζει ο σμηναγός Τζόρτζιο Μαγκρέλλι μισολιπόθυμος στα χέρια της Φρίντα Τζέιμς, τη στιγμή που γύρω τους οι βόμβες σπέρνουν τον όλεθρο στο Περλ Χάρμπορ. Από τον λαιμό του κρέμεται η στρατιωτική του ταυτότητα και ένας χρυσός σταυρός, που έχει για πλαϊνά μέρη δυο φτερά. Αν δεν τα καταφέρει, θέλει να της πει ότι επιθυμία του είναι να τον κρατήσει εκείνη, μα το σκοτάδι τον καταπίνει. Ποιος μπορεί να μαντέψει το σχέδιο που υφαίνουν οι Μοίρες για τους δύο ερωτευμένους νέους μέσα στη φρίκη του πολέμου, τη στιγμή που όλα γύρω τους φλέγονται;
Σήμερα
Η Λητώ Καρλή θυμάται την πρώτη φορά που συνάντησε τον Μίλτιάδη Βονόρτα στις πυρκαγιές του Βερμίου. Το πρώτο τους φιλί. Κι έπειτα τα μελιά μάτια του σμηναγού Γιώργου Χαλκιωτάκη να την κοιτάζουν σκληρά και νιώθει να της κόβεται η αναπνοή. Ο σταυρός με τα φτερά στα πλαϊνά τής καίει τα σωθικά. Θέλει να τον πετάξει από πάνω της. Πιάνει να τον ξεριζώσει, αλλά το άγγιγμα της Άρτεμης Χαλκιωτάκη τη σταματά.
«Πρόσεχέ το τούτονα απού κρατείς. Γονικό απ’ τσ’ αιθέρες είναι και έμελλε να φτάξει στη χέρα αππού αληθινά ανήκει», της λέει η Κρητικιά γερόντισσα και τον σφίγγει μέσα στα χέρια της, με την υπόσχεση να της αποκαλύψει σύντομα την ιστορία του και να λύσει τις κατάρες που τον δένουν.
Κι αν δυο ψυχές γεννηθούν για να ζήσουν ενωμένες, καμιά δύναμη στον κόσμο δεν είναι ικανή να τις χωρίσει…