28η Οκτωβρίου 1940. Η καμπάνα του χωριού αρχίζει να χτυπά ασυνήθιστα γρήγορα. Η οικογένεια της Σοφίας εγκλωβίζεται στις Μυρτιές, ένα μικρό χωριό του Κιλκίς, καθώς όλα τα μεταφορικά μέσα επιτάσσονται. Ο πόλεμος ξεσπά. Μα η μοίρα της Σοφίας ακολουθεί μια μελανότερη πορεία. Ο Αφέντης της περιοχής θέλει να την κάνει γυναίκα του και την αρπάζει με τη βία. Σύμμαχοί του ο πόλεμος και τα σφραγισμένα από φόβο στόματα των κατοίκων του χωριού.
Έκτοτε, οι βιασμοί και οι ταπεινώσεις είναι οι μόνιμοι επισκέπτες της ζωής της. Εγκλωβισμένη και μόνη, υπομένει τα πάντα και πασκίζει να στέκεται όρθια για την αγάπη ενός παιδιού που έρχεται για να φωτίσει τα σκοτάδια της. Ενός παιδιού που μεσοπόλεμα εγκαταλείπει, όταν αναγκάζεται να δραπετεύσει, φτάνοντας στα όρια της απόγνωσης.
Το τρένο ξεκίνησε. Σκορπούσε πίσω του της ψυχής της τα πολύτιμα, σπασμένα σε μικρά κομμάτια. Πονούσε πολύ, όμως ο πόνος δεν έχει φωνή. Από το νοτισμένο τζάμι έβλεπε το σταθμό ν’ απομακρύνεται. Ήξερε ότι από ’δώ και πέρα κανένα τρένο δεν θα περνούσε πια από τους έρημους τόπους της καρδιάς της.
Ο πόνος δεν έχει φωνή. Μια υπόσχεση που γίνεται κραυγή, βγαίνει από τα χείλη της. «Περίμενέ με, θα γυρίσω…»