«Αν λόγω δυσάρεστης προσωπικότητας ένας άνθρωπος είναι ανίκανος να πάρει αυτό που έχει ανάγκη, τότε στρέφεται σε άλλες μεθόδους… πρέπει να γίνει αισθητός, πρέπει να τον λογαριάζουν. Κι έτσι επιδίδεται σε αμέτρητες παράξενες διαστροφές».
Κάπου ανάμεσα στους επιβλητικούς κόκκινους βράχους στην Πέτρα της Ιορδανίας ανακαλύπτεται το άψυχο σώμα της κυρίας Μπόιντον. Μια μικροσκοπική τρύπα στον καρπό της ίσως αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο ότι κάτι περίεργο συνέβη με τη δόση του φαρμάκου που έπαιρνε για την καρδιά της.
Ο δαιμόνιος Ηρακλής Πουαρό βρίσκεται στη Μέση Ανατολή κι έχει στη διάθεσή του μόνο μία μέρα για να διερευνήσει αν ο ξαφνικός θάνατος της ηλικιωμένης ταξιδιώτισσας ήταν φυσικός ή δολοφονία.
Υπό την πίεση του χρόνου για να λύσει το μυστήριο, ο Πουαρό θυμάται μια φράση από μια συζήτηση που άκουσε τυχαία όταν βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ: «Το βλέπεις, δεν το βλέπεις πως πρέπει να πεθάνει;» Και τότε συνειδητοποιεί ότι η κυρία Μπόιντον ήταν όντως η πιο μισητή γυναίκα που γνώρισε ποτέ.